6.1 Διδασκαλία της Επιχειρηματικής Εκπαίδευσης
Η εκπαίδευση στην επιχειρηματικότητα αποτελεί καίριας σημασίας ζήτημα για την σύγχρονη εκπαιδευτική πολιτική, καθώς αποτελεί μέσο καλλιέργειας του επιχειρηματικού πνεύματος των νέων και, παράλληλα, ενίσχυσής τους με τις κατάλληλες δεξιότητες, ώστε να μπορούν να ανταποκριθούν στις ανάγκες της νέας κοινωνικοοικονομικής πραγματικότητας, που συνεχώς μεταβάλλονται με ταχύτατους ρυθμούς. Η ανάπτυξη επιχειρηματικών δεξιοτήτων, μέσω της διδασκαλίας της ΕΕ, ήδη από πολύ μικρή ηλικία, και η σύνδεση του εκπαιδευτικού συστήματος με την αγορά εργασίας, αποτελεί κεντρικό ζήτημα στο σχεδιασμό των προγραμμάτων σπουδών των περισσοτέρων κρατών πλέον. Η ουσία της ΕΕ δεν είναι απλά η διδασκαλία σχετικά με τη λειτουργία μιας επιχείρησης, αλλά επίσης η παροχή γνώσεων και η ανάπτυξη στάσεων σχετικά με την καινοτομία και την επιχειρηματική νοοτροπία. Για αυτό και η ΕΕ θα πρέπει να απευθύνεται σε όλα τα επίπεδα εκπαίδευσης.
Στην προώθηση της ΕΕ, σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν οι εκπαιδευτικοί, οι οποίοι αποτελούν βασικό στοιχείο το περιβάλλοντος μάθησης. Με το παιδαγωγικό τους στυλ και τις προσωπικές τους στάσεις απέναντι στην επιχειρηματικότητα και την καινοτομία, διδάσκουν κυρίως αξίες που έχουν αντίκτυπο στα μαθησιακά αποτελέσματα των προγραμμάτων ΕΕ. Οι εκπαιδευτικοί, μέσω των νέων διδακτικών μεθόδων που ακολουθούν, εκθέτουν τους μαθητές σε ποικίλα βιωματικά ερεθίσματα, βοηθώντας τους να αναπτύξουν εμπειρικά γνώσεις και δεξιότητες απαραίτητες για την καθημερινή κοινωνική και επαγγελματική ζωή τους. Κατά συνέπεια οι παρεμβάσεις των εκπαιδευτικών στη ζωή των μαθητών αποσκοπούν στο να τους προετοιμάσουν, ώστε να μπορέσουν να επιβιώσουν στο κοινωνικοοικονομικό περιβάλλον, στο οποίο θα ενταχτούν με το τέλος των σπουδών τους.
Πλέον, οι περισσότεροι ερευνητές του πεδίου συμφωνούν πως η επιχειρηματικότητα ή έστω κάποιες πτυχές της, μπορούν να διδαχθούν με επιτυχία (Sarasvathy 2004; Gibb, 2005) και πως η ΕΕ μπορεί να αναδείξει τις επιχειρηματικές δεξιότητες και ικανότητες του ατόμου (Kuratko, 2005; Niyonkuru, 2005; Neck and Greene 2011). Εμπειρικές έρευνες δείχνουν πως η πρώιμη εκπαίδευση στην επιχειρηματικότητα έχει θετικό αντίκτυπο στην πιθανή επιχειρηματική δραστηριοποίηση του ατόμου (Athayde 2004, 2009a, 2009b; Lewis 2005). Παράλληλα, σημειώνουν πως υπάρχει θετική συσχέτιση μεταξύ της ΕΕ και της επιχειρηματικής επίδοσης (Dickson et al., 2008). Ταυτόχρονα, αναφέρουν πως η ΕΕ και το υποστηρικτικό κοινωνικοοικονομικό περιβάλλον του ατόμου μπορούν να επηρεάσουν τον επιχειρηματικό προσανατολισμό του και την πρόθεσή του να δημιουργήσει νέα επιχείρηση (Peterman and Kennedy, 2003; Frank et al., 2005).
Από τα παραπάνω συμπεραίνεται πως η επιχειρηματικότητα είναι ένα πεδίο που μπορεί και πρέπει να διδάσκεται (Peltier and Scovotti, 2010; Lopez et al., 2017). Η ΕΕ επομένως αποτελεί μια μαθησιακή διαδικασία που επηρεάζει θετικά τις στάσεις και τις μελλοντικές συμπεριφορές των ατόμων (Fayolle et al., 2006). Η αξία της στην ενίσχυση των δεξιοτήτων που θα βοηθήσουν το άτομο να βρει εργασία είναι πλέον ευρέως αποδεκτή (Dearing, 1997; Henry & Treanor, 2010), καθώς έρευνες δείχνουν πως διευκολύνει τη μετάβασης από την τριτοβάθμια εκπαίδευση στην αγορά εργασίας (Westhead & Matlay, 2006). Τέλος, η ΕΕ δίνει κίνητρα στο άτομο να αποφασίσει αν θα διαλέξει ως καριέρα την αυτοαπασχόληση, συμβάλλοντας στην επιλογή μελλοντικής καριέρας (Solomon et al., 2002; Packham et al., 2010).