5.2 Πολιτικές για την Επιχειρηματική Εκπαίδευση
Η διδασκαλία της Επιχειρηματικότητας σύμφωνα με τους Carlsson και συν. (2013) φαίνεται να απασχολεί την παγκόσμια κοινότητα ήδη μετά το πέρας του Δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου. Το πεδίο της Επιχειρηματικής Εκπαίδευσης μελετήθηκε από πληθώρα ερευνητών, οι οποίοι εστίασαν σε διαφορετικές πτυχές και προσεγγίσεις του, ωστόσο, η επίδρασή της στην οικονομία και τη δημιουργία θέσεων εργασία κέντρισε το ενδιαφέρον των κρατών και έδωσε ώθηση στην εγκαθίδρυση πολιτικών (Συνθήκη Λισαβόνας, 2000), που επιδιώκουν την αύξηση του εκπαιδευτικού επιπέδου γενικά και παράλληλα την υποστήριξη του εκπαιδευτικού πλαισίου μέσα στο οποίο εμφανίζεται το επιχειρηματικό πνεύμα.
Τις τελευταίες δεκαετίες το πεδίο της Επιχειρηματικής Εκπαίδευσης (ΕΕ) παρουσιάζει εξαιρετική άνθηση, με αποτέλεσμα να παρατηρείται παγκοσμίως αύξηση των ερευνών και κυρίως εκτόξευση του αριθμού των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και των οργανισμών, που προσφέρουν μαθήματα και σεμινάρια σχετικά με το θέμα.
Ιστορικά, τα Ανώτερα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα των ΗΠΑ πρωτοστάτησαν στην ΕΕ, όπου το 1947 γίνεται αναφορά για το πρώτο μάθημα επιχειρηματικότητας στο Harvard Business School. Στη δεκαετία του 1970 μόλις δεκαέξι σχολές προσέφεραν μαθήματα επιχειρηματικότητας (Success, 1994), αριθμός που παρουσίασε εντυπωσιακή αύξηση τα επόμενα χρόνια. Έτσι, ως το 1985 μαθήματα και σεμινάρια διαχείρισης μικρών επιχειρήσεων και επιχειρηματικότητας προσφέρονταν σε πάνω από 250 Πανεπιστήμια και Κολέγια στις ΗΠΑ. Έως το 2000, περίπου 1200 μεταδευτεροβάθμια ιδρύματα στις ΗΠΑ, εισήγαγαν εκπαιδευτικά προγράμματα επιχειρηματικότητας, τόσο σε προπτυχιακό, όσο και σε μεταπτυχιακό επίπεδο (Charney and Libecap, 2000). Τα προγράμματα αυτά περιελάμβαναν μαθήματα μάρκετινγκ, παραγωγής νέων προϊόντων, ανάπτυξη επιχειρηματικών σχεδίων, καθώς επίσης μαθήματα κατανόησης της σημασίας της λήψης επιχειρηματικών αποφάσεων για την ανάπτυξη της οικονομίας ( Hisrich & Peters, 2002).
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο η αναγκαιότητα ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναγνωρίζεται ήδη από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ (1993). Προκείμενου να επιτευχθεί ο συγκεκριμένος στόχος, επισημαίνεται η θετική συμβολή της σύνδεσης των επιχειρήσεων με την Πανεπιστημιακή εκπαίδευση. Η ανάπτυξη επιχειρηματικού πνεύματος αποτελεί έναν από τους στρατηγικούς στόχους της Στρατηγικής της Λισσαβόνας (2000), όπου η επιχειρηματικότητα περιγράφεται ως δεξιότητα που καλλιεργείται μέσω της εκπαίδευσης. Σημείο ορόσημο για την Ευρωπαϊκή εκπαιδευτική πολιτική αποτελεί το Σχέδιο Δράσης για την Επιχειρηματικότητα 2020 (Entrepreneurship Action Plan 2020), το οποίο βασίζεται σε τρεις πυλώνες. Την ανάπτυξη της ΕΕ, τη δημιουργία κατάλληλου επιχειρηματικού περιβάλλοντος και την ανάδειξη προτύπων και την προσβασιμότητα συγκεκριμένων ομάδων (European Commission, 2013).
Από το 1985 η ελληνική εκπαιδευτική πολιτική προβλέπει την ίδρυση σχολικών συνεταιρισμών στα πλαίσια των οποίων προωθείται η ανάπτυξη του Σχολικού Επαγγελματικού Προσανατολισμού (Ν. 1566/1985 και ΦΕΚ 1127/10.5.2013). Ωστόσο, δραστηριότητες εισαγωγής προγραμμάτων ΕΕ στην Ελλάδα έχουν ξεκινήσει σχετικά πρόσφατα, παρόλα αυτά παραμένουν σε εθελοντική βάση, μιας και δεν υπάρχει ολοκληρωμένος εθνικός σχεδιασμός εισαγωγής μαθημάτων ΕΕ στο πρόγραμμα σπουδών οποιασδήποτε βαθμίδας εκπαίδευσης. Διάσπαρτες οικονομικές και επιχειρηματικές έννοιες συναντώνται σε σχολικά εγχειρίδια των τάξεων της Δευτεροβάθμιας βαθμίδας εκπαίδευσης. Παρόλα αυτά δεν υπάρχουν επίσημα βιβλία που να σχετίζονται με τη διδασκαλία της επιχειρηματικότητας. Επιπλέον, οι όποιες πρωτοβουλίες και δράσεις δεν είναι ενταγμένες σε έναν εθνικό σχεδιασμό και δεν περιλαμβάνονται στο επίσημο αναλυτικό πρόγραμμα σπουδών. Αντίθετα, άπτονται του ενθουσιασμού, της πρωτοβουλίας και της εθελοντικής συμμετοχής εκπαιδευτικών και μαθητών, καθώς πρόκειται για εξωσχολικές δραστηριότητες κατά κύριο λόγο (Δίκτυο Ευρυδίκη, 2012).