6.2 Βιωματικός – διαδραστικός χαρακτήρας

6.2 Βιωματικός – διαδραστικός χαρακτήρας

c

Η παραδοσιακή εκπαίδευση χαρακτηρίζεται από τον Leffler (2009) συντηρητική και οπισθοδρομική, καθώς εστιάζει κατά κύριο λόγο στο περιεχόμενο της διδασκαλίας. Σε αυτή η γνώση προσλαμβάνεται παθητικά από τον εκπαιδευόμενο, γεγονός που δεν μπορεί να τον βοηθήσει να ανταπεξέλθει στις συνεχώς μεταβαλλόμενες κοινωνικές συνθήκες (Lackeus, 2015; Penaluna and Penaluna, 2015). Αντίθετα η ΕΕ είναι εξατομικευμένη, απαιτεί συνεργασία και εστιάζει στην ανακάλυψη και κατάκτηση της γνώσης, μέσω της εμπειρίας και της βιωματικής συμμετοχής του εκπαιδευόμενου (Pittaway and Cope, 2007; Lackeus, 2015). Για το λόγο αυτό θεωρείται καινοτόμα και προοδευτική (Lackeus, 2015, Sagar, 2015). Κατά συνέπεια η παιδαγωγική προσέγγιση που απαιτείται προκειμένου να διδαχθεί η ΕΕ διαφέρει από εκείνη της παραδοσιακής εκπαίδευσης (Εικόνα 6.1).

Η διδασκαλία της ΕΕ προϋποθέτει την ενεργητική συμμετοχή των μαθητών στην κατάκτηση της γνώσης (Gibb, 2005). Κατά συνέπεια, οφείλει να είναι λιγότερο προσανατολισμένη στη διδασκαλία μέσω των σχολικών εγχειριδίων και περισσότερο βιωματική, ώστε να μπορέσουν οι μαθητές να μάθουν μέσω της δράσης τους (learn by doing) και παράλληλα να αναπτύξουν τις δεξιότητές τους και την εμπιστοσύνη στον εαυτό τους (Cooney and Murray, 2008; Neck and Greene, 2011).

Ο εκπαιδευτικός είναι σημαντικός παράγοντας για την επιτυχία της ΕΕ. Είναι εκείνος που οφείλει να ανακαλύψει τις ανάγκες των μαθητών του και να εστιάσει σε αυτές, χρησιμοποιώντας τις καταλληλότερες μεθόδους διδασκαλίας, προκειμένου να προωθήσει την ΕΕ (Lee et al, 2007; Seikkula-Leino et al., 2010). Προκειμένου να καλλιεργηθούν οι επιχειρηματικές δεξιότητες και στάσεις, οι μέθοδοι διδασκαλίας που θα χρησιμοποιήσει χρειάζεται να είναι περισσότερο καινοτόμες και δημιουργικές και να απέχουν από τις παραδοσιακές μεθόδους (Fayolle & Gailly, 2008; Kirby, 2004).

Μια μεγάλη ποικιλία μεθόδων και τεχνικών έχει αναγνωριστεί πως υποστηρίζουν τη διδασκαλία της ΕΕ. Φαίνεται ωστόσο πως εκείνες που είναι περισσότερο αποτελεσματικές τοποθετούν τον μαθητή το κέντρο της μαθησιακής διαδικασίας και του επιτρέπουν να αναλαμβάνει την ευθύνη της κατάκτησης της γνώσης (Gibb, 2005; Balan and Metcalfe, 2012; Penaluna and Penaluna, 2015).